Ελληνική Λέσχη Φωτογραφίας
Μέρες, λοιπόν, πού είναι, ξαναθυμήθηκα τα τζάκια και περισσότερο τα παραμύθια πού σκορπούσαν γύρω.
Καθώς φεγγοβολούσε τις άγριες νύχτες του χειμώνα, όταν ο παγωμένος αέρας τράνταζε το νησί από τα θεμέλιά του.
Μόνο πού οι στιγμές, πού τις πασπάλιζε αισιοδοξία και ασφάλεια η παρουσία των δικών μας ανθρώπων, σου χάριζαν στα κατοπινά τη δυνατότητα να ηρεμείς όταν τις αναπολείς, όταν με συγκίνηση τις επισκέπτεσαι, στιγμές, πού, δυστυχώς, δεν θα ξαναρθούν. Σιμά του στην παραστιά, στην εστία εκείνη κάθονταν και τον συντρόφευαν τα πρόσωπα των γονιών, αλλά και του παππού και της γιαγιάς. Ιδιαιτέρα της γιαγιάς με το αιώνιο πλέξιμο και το παραμύθι, το ποτισμένο με πολλά όνειρα και συμβουλές. Γιατί από τα φτωχικά τα παραμύθια ξεκινούσε μια προσπάθεια συμβουλευτικής, ώστε να μάθει το παιδί δύο πράγματα: τόσο για τον κόσμο -τον καλό και τον κακό- όσο και για τη νοικοκυροσύνη, μέσα στον καθημερινό του βίο. Κι ήταν αυτή η πρωτόγονη παιδαγωγική μία μαθητεία στις ουσιαστικές αξίες της ζωής, αφού γίνονταν πάντα με αγνότητα, ειλικρίνεια, αγάπη και προπάντων γνησιότητα - αρετές που σπανίζουν σήμερα όπως σπανίζουν πολλά......
Ετικέτες;
Άλµπουµ: ΚΡΗΤΗ, ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
Σχόλιο
σας ευχαριστω πολυ !
Πολύ καλή Καίτη !!!
θαυμάσιο σχόλιο φίλη
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια …..ωραία η ιστορία που θυμήθηκες Γιάννη και φυσικά ευχαριστώ ιδιαιτέρως για την ανάρτηση τον κ. Κωβαιο ….αυτός ο άγνωστος Γρυπάρης είναι εκείνος που στον πόλεμο του 40 μαζί με άλλους Έλληνες λόγιους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Λίγο καιρό μετά θα τον βρει ο θάνατος από πείνα κατά την περίοδο της κατοχής(1942)...ενώ άφησε γενικό κληρονόμο της μεγάλης περιουσίας του την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Καταλύσαμε την Εστία, διαρρήξαμε τους δεσμούς μας, επόμενο ήταν να σβήσει κι έπειτα να γκρεμιστεί και η παραστιά (ή παροστιά στην Πάρο)!...
Γρυπάρης, Ιωάννης
ΕΣΤΙΑΔΕΣ
ΒΑΘΕΙΑ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν' ἀπ' τὴν Πολιτεία τὴν κοιμισμένη·
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μιὰ φωνή,
τρόμου φωνή−κι ὅλοι πετιοῦνται ἀλλαλιασμένοι.
«Ἔσβυσε ἡ ἄσβυστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ' ἐλπίδα πῶς μπορεῖ νἆν ψεύτρα ἡ συμφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.
Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρῃασαν τὰ μνήματ' ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴν κρίση,
κ' ἐνῶ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνᾶ
μὴν τύχῃ τρέμουνε κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσῃ.
Μ' ἕνα πνιχτὸ μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ Ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴν Πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτὴ
ἕνα τὰ μύρια γίνουνται μάτια νὰ ἰδοῦνε.
Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας των ἀρετῆς
τὸ σχῆμα τ' ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ Βωμὸν ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἑστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.
Τὸ κρῖμα τοὺς ἐστάθηκε μιὰ ἄβουλη ἀναμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ −σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πὄσβυσε, δὲν τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότης.
Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φούχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ' ἔλπιση δὲν ἔχει μείνῃ.
Κ' εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία· ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλῃ
κάμῃ τὸ θᾶμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ' ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του κάτω στείλῃ.
Κι ἂν εἶν καὶ πέσῃ ἀπάνω τους, ἂς πέσῃ! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κ' οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποῦ ἰδού τις, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴν ψυχὴ στὰ μάτια τους τὸν προσκαλοῦνε.
……………………………………………..
Τάχα τὸ θᾶμα κ' ἔγινε;−πές μου το νὰ σ' τὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πὄσβυσεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζῇ καὶ ζένεται −μὲ τὸ σκοπό της!
Πανέμορφη!!
Συγκίνηση και απ' τη φωτογραφία και απ' το κείμενο.
Αλήθειες γραμμένες, με περιτύλιγμα νοσταλγίας και μ' αρέσει, γιατί περνούν αβίαστα και αθόρυβα απ' το δρόμο μου, την οδό των ονείρων, που δεν πέρασες ποτέ αρνητή της ζωής, μεγαλοπιασμένε, ζωντανέ από αυταπάτη...
Ted
Άκου τώρα μια ιστορία που θυμήθηκα διαβάζοντας το κείμενό σου. Σ' ένα τζάκι, σαν κι αυτό της φωτογραφίας, καθόντουσαν ένα βράδυ ένα πολύ ηλικιωμένο ζευγάρι σε κάποιο χωριό της Κρήτης. Η ώρα πέρασε και μέσα στη θαλπωρή του τζακιού έγειρε ο ένας στον ώμο του άλλου κι αποκοιμήθηκαν. Το τζάκι έσβησε, η ατμόσφαιρα κρύωσε, οι γέροι ξύπνησαν από το κρύο, ο παππούς ανακίνησε τη στάχτη και φάνηκαν δυο κάρβουνα να λάμπουν ακόμα. Αυτό τους έδωσε κουράγιο κι αποφάσισαν να συνεχίζουν τον ύπνο τους. Και το πρωΐ που ξύπνησαν διαπίστωσαν πως τα κάρβουνα που έλαμπαν ήταν τα μάτια της γάτας τους που την είχε αράξει πάνω στη ζεστή στάχτη. Και μόνο η ιδέα ενός αναμμένου τζακιού μας ζεσταίνει...
υπέροχο κλικ και κείμενο!
ΑΨΟΓΗ περιγραφή που δένει τέλεια με την εικόνα.
ΒΑΛΤΕ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ ΚΑΝΑ ΚΛΑΔΑΚΙ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΝΑ ΒΓΕΙΤΕ ΜΕΤΑ ΕΞΩ ΝΑ ΜΥΡΙΣΕΤΕ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΛΗΜΕΡΑ
ΠΟΙΟΤΙΚΕΣ ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΣΤΕΛΛΟΥΜΕ ΣΕ
ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τηλ. 2321085880
PhotoSTAR.gr
© 2025 Created by G.D.Christoloukas. Με την υποστήριξη του
Πρέπει να είστε μέλος του "Φωτογραφικό Ταξίδι" για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του "Φωτογραφικό Ταξίδι"