Ιστορική αναδρομή.
Αν ανοίξουμε ένα λεξικό θα δούμε ότι η λέξη προσωπογραφία (πορτρέτο) σημαίνει τη ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών του προσώπου. Η τέχνη της προσωπογραφίας πήρε κατά καιρούς διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε σχέση με τον εκάστοτε πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής.
Στην αρχαία Μεσοποταμία και την Αίγυπτο είχε πάρει συμβολικό χαρακτήρα και εξυπηρετούσε και μαγικο-θρησκευτικούς σκοπούς.
Στην αρχαία Ελλάδα το πορτρέτο είχε σκόπιμο χαρακτήρα γιατί δεν απέβλεπε στην πιστή αναπαράσταση του προσώπου τόσο όσο στο να δημιουργήσει έναν τύπο. Η προσωπογραφία του Μ. Αλεξάνδρου είναι χαρακτηριστική γιατί προσπαθεί να προβάλει την ηρωική πλευρά του χαρακτήρα του στρατηλάτη.
Η ρωμαϊκή προσωπογραφία αναπτύχθηκε ακολουθώντας τα ελληνικά πρότυπα του 2ου και 1ου αιώνα καθώς και τις προρωμαϊκές επιρροές των Ετρούσκων από τις λύθηκες και τις σαρκοφάγους.
Τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. έχουμε τις νεκρικές προσωπογραφίες του Ελ Φαγιούμ στην Αίγυπτο που είναι από τις ωραιότερες της ελληνιστικής – ρωμαϊκής περιόδου.
Τον 4ο αιώνα και μετά τα πορτρέτα λαμβάνουν ιερατικά χαρακτηριστικά όπως δείχνουν οι τεράστιες κεφαλές του Μ. Κωνσταντίνου ( στη Ρώμη, μουσείο Καπιτωλίου) και του Θεοδοσίου του Μεγάλου.
Τα ιερατικά αυτά χαρακτηριστικά τα βρίσκουμε από τον 5ο αιώνα και μετά στην εκκλησιαστική εικονογραφία των αγίων και των αποστόλων και αργότερα των βασιλιάδων και των πνευματικών αρχηγών της εκκλησίας καθώς και των αυτοκρατόρων του μεσαίωνα.
Από το 13ο αιώνα και μετά μπορεί να συναντήσει κανείς το φυσιογνωμικό πορτρέτο του ατόμου και να το αναγνωρίσει από τα χαρακτηριστικά του προσώπου και όχι πια με τα σύμβολα ή επιγραφές που αποτελούσαν στοιχεία της προσωπογραφικής διαδικασίας και αντίληψης.
Δύο αιώνες μετά περίπου το 1400 μ.Χ αρχίζει η προσωπογραφία να αντιμετωπίζεται ως καλλιτεχνικό γεγονός και δημιούργημα κυρίως γιατί το πρόσωπο αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη αξία.
Στα τέλη του 15ου και 16ου αιώνα στην Ευρώπη κυριαρχεί η ιταλική προσωπογραφία παρουσιάζοντας διάφορες σχολές, κυρίως κατά πόλεις, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η κάθε μια.
Αντίστοιχες σχολές προσωπογραφίας με μεγάλο ενδιαφέρον παρατηρούμε στην Ισπανία και στη Γερμανία που με τη σειρά της επέδρασε στην αγγλική προσωπογραφία.
Στην Ευρώπη του 18ου αιώνα παρουσιάζουν ενδιαφέρον δύο κυρίως τάσεις στην προσωπογραφία. Η μία είναι η αρχαϊκο-αλληγορική με πολλούς εκπροσώπους και η άλλη η ρεαλιστική που κυρίως αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Το 19ο αιώνα οι εμπρεσιονιστές Μανέ, Ντεγκά, Ρενουάρ άρχισαν να αντιδρούν στην ρεαλιστική και αντικειμενική απεικόνιση του μοντέλου. Η αντίδραση αυτή θα οδηγήσει τη σύγχρονη τέχνη από το ένα μέρος στην διάλυση της μορφής με την πρόσθεση της ογκομετρικής και φορμαλιστικής αναζήτησης (μιλάμε φυσικά για τον κυβισμό) και από το άλλο μέρος στην παραμόρφωση της ανθρώπινης μορφής (μιλάμε φυσικά για τον εξπρεσιονισμό).
Στα μέσα του 19ου αιώνα ανακαλύπτεται η φωτογραφία μια νέα μορφή απεικόνισης που με μηχανικά και χημικά μέσα θα είναι σε θέση πλέον, εκτός των άλλων, να προσωπογραφεί. Όπως την κάθε μορφής τέχνης έτσι και τη φωτογραφία την απασχολεί πάρα πολύ ο άνθρωπος γενικά και το πρόσωπό του ειδικότερα. Γεννιέται λοιπόν το φωτογραφικό πορτρέτο, η φωτογραφική προσωπογραφία. Δεν είναι δε τυχαίο ότι δύο μόλις χρόνια μετά την πρώτη φωτογραφία, στο Παρίσι ανοίγει το πρώτο στούντιο πορτρέτων όπου χιλιάδες παριζιάνοι, επώνυμοι και ανώνυμοι προστρέχουν για ένα πορτρέτο τους. Φυσικά αυτή η υστερία εξηγείται γιατί μέχρι τότε ο μόνος τρόπος για να έχει κάποιος το πορτρέτο του ήταν η ζωγραφική και σπάνια η γλυπτική, πράγμα που μόνο οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, οι εκκλησιαστικοί άρχοντες και οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα.
H διαδικασία
Κατά τη διαδικασία λήψης ενός πορτρέτου εμπλέκονται δύο έμψυχοι παράγοντες: το φωτογραφιζόμενο πρόσωπο (μοντέλο) και ο φωτογράφος . Η διαλεκτική σχέση αυτών των συνιστωσών δίνουν τη συνισταμένη της προσωπογραφίας.
Το μοντέλο.
Θα παρατηρήσουμε ότι τρεις είναι οι εκδοχές, οι στάσεις που μπορεί να υπάρξουν από πλευράς μοντέλου κατά τη φωτογράφηση.
1.Να μην έχει επίγνωση της διαδικασίας φωτογράφησης του
2.να έχει επίγνωση της φωτογράφησής του και να μη συμμετέχει, να αδιαφορεί σαν να μη συμβαίνει τίποτα
3.να συμμετέχει πλήρως, να συναινεί.
Τα χαρακτηριστικά και τα δεδομένα που διέπουν και σχηματοποιούν το τελικό πορτρέτο και στις τρεις περιπτώσεις θα είναι διαφορετικά.
Στην πρώτη περίπτωση όπου το φωτογραφιζόμενο άτομο δεν έχει επίγνωση του γεγονότος ότι μια κάμερα έχει στραφεί κατά πάνω του, συνεχίζει να στέκεται ή να δρα απόλυτα φυσικά. Μόνο η παρουσία του συμβάλλει στο πορτρέτο. Δεν υπάρχει διαλεκτική σχέση αυτού και του φωτογράφου. Η σχέση είναι άνιση και την απόλυτη ευθύνη για το αποτέλεσμα την έχει ο φωτογράφος ο οποίος καλείται μέσω των χαρακτηριστικών του προσώπου ή και του σώματος να ανακαλύψει την αλήθεια του εικονιζομένου, να υπερβεί την ξερή αντιγραφή και να δημιουργήσει το αποτέλεσμα που επιθυμεί. Απαιτείται δηλαδή μια αναλυτική ικανότητα του φωτογράφου. Εδώ συμβαίνει ότι ακριβώς με τη φωτογράφηση των μωρών που δεν έχουν καν συνείδηση ότι φωτογραφίζονται.
Στη δεύτερη περίπτωση όπου το μοντέλο έχει συνείδηση της φωτογράφησής του αλλά δεν αντιδρά, δε συμμετέχει, αδιαφορεί, συμβαίνουν περίπου τα ίδια και με την πρώτη περίπτωση. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να γίνει η παρατήρηση ότι το μοντέλο αδιαφορεί γιατί ο πολιτισμός της φωτογραφίας στη σύγχρονη εποχή έχει καταστήσει τη φωτογράφηση και κατά συνέπεια τη φωτογραφία κάτι το κοινότοπο και επομένως αδιάφορο. Μπορεί όμως η στάση αυτή από ψυχαναλυτική άποψη να σημαίνει και αδιαφορία του ατόμου για την εικόνα του στην κοινωνία ή και χαμηλό βαθμό αυτοεκτίμησης.
Στην Τρίτη εκδοχή το μοντέλο έχει απόλυτη επίγνωση της φωτογράφησης αφού με τη συναίνεσή του συντελείται η διαδικασία. Έχουμε εδώ ένα συμβόλαιο, μια συναποδοχή και συγχρόνως μια αντίστιξη. Από τη μια μεριά στήνεται το μοντέλο και από την άλλη η φωτογράφος. Το μοντέλο με πλήρη συνείδηση εγκαταλείπει τις ενστικτώδεις άμυνές του, αφήνεται, ξεγυμνώνεται και δέχεται την ανελέητη ματιά του φακού που το σημαδεύει. Αποδέχεται την επιθετικότητα του φωτογράφου και παίζει το ρόλο της λείας. Υπάρχει η περίπτωση όμως το μοντέλο με τη δυνατή προσωπικότητά του να γίνει κυρίαρχος του παιχνιδιού και να επιβάλει αυτό τους όρους του στο φωτογράφο, με το βλέμμα, με την έκφραση, με την κίνηση και στάση του. Ο φωτογράφος μια τέτοια πληθωρική προσωπικότητα μάλλον δεν πρέπει να προσπαθήσει να την τιθασεύσει, αλλά να την αφήσει να ξεδιπλωθεί και να παρασυρθεί στο γοητευτικό παιγνίδι της εσωτερικής επικοινωνίας.
Πόσο δύσκολα όμως ή πόσο εύκολα δέχεται να φωτογραφηθεί ο άνθρωπος;
Σε παλαιότερους καιρούς όπου ο πολιτισμός της εικόνας και ειδικότερα της φωτογραφίας δεν είχε γενικευτεί οι φωτογραφιζόμενοι άνθρωποι έδειχναν μια σχεδόν φυσική και υποσυνείδητη φοβία προς το φακό. Έκρυβαν το πρόσωπό τους, απομακρύνονταν ή και αντιδρούσαν ακόμη και επιθετικά προς το φωτογράφο. Ίσως, μη όντας εξοικειωμένοι με τη φωτογράφηση, νόμιζαν ότι ο φακός τους απογυμνώνει, τους αποκαλύπτει, μαθαίνει τα μυστικά τους. Αυτή η συμπεριφορά αν αναλυθεί θα δούμε ότι τα μοντέλα διαισθάνονταν τη δύναμη του φακού, διαισθάνονται χωρίς να το ξέρουν ότι ανάμεσα σε αυτούς και το φωτογράφο αναπτύσσονταν ένας διάλογος αποκαλυπτικός. Στο σημείο αυτό ίσως και να βρίσκεται η ουσία της προσωπογραφίας.
Την ίδια ακριβώς συμπεριφορά παρατηρούμε σε κοινωνίες μη εκσυγχρονισμένες αλλά και σε κοινωνικά στρώμα με χαμηλότερη καλλιέργεια όπου δεν έχουν αφομοιώσει τελείως την κυριαρχία και τον καταιγισμό της εικόνα και ειδικότερα της φωτογραφίας.
Στις περιπτώσεις που δεν ισχύουν τα παραπάνω και κυρίως στις μεσοαστικές και πάνω τάξεις καθώς και στα στρώματα με ανώτερη κουλτούρα όχι μόνο δεν παρατηρείται δισταγμός και φοβία προς τη φωτογράφηση, αλλά παρατηρείται μια φωτολαγνεία. Φαίνεται πως ζώντας ο άνθρωπος σε μια πιο απρόσωπη, μεγάλη, ομογενοποιημένη κοινωνία αποζητά την αυτοεπιβεβαίωση, την προβολή της ατομικότητας και μοναδικότητας του, την έστω και για 15΄διασημότητα. Και η φωτογραφία είναι ένα θαυμάσιο μέσο γι’ αυτό το σκοπό.
Ο φωτογράφος
Η προσωπογραφία του ανθρώπου παραμένει ένα από τα αρχέγονα και παντοτινά δυνατά θέματα που απασχολούν τον φωτογράφο καλλιτέχνη και τη καλλιτεχνική φωτογραφική δημιουργία γενικότερα. Ο άνθρωπος μέσω της τέχνης ασχολείται με τις μεγάλες ιδέες όπως η ζωή, ο θάνατος, ο πόλεμος, η ειρήνη, η αγάπη, η ευτυχία, ο πόνος, η φύση και φυσικά ο ίδιος ο εαυτός του. Ο εαυτός του και σαν δρον ον μέσα στη φύση αλλά και σαν αυτόνομο ον με εσωτερικότητα και πολυπλοκότητα. Το χαρακτηριστικότερο φυσικά στοιχείο του ορισμού του ανθρώπου, σε σημειολογικό επίπεδο, είναι το πρόσωπο. Στο επίπεδο του συμβολισμού το ακέφαλο, απρόσωπο όν δεν είναι τίποτα, δεν είναι κανένας. Εάν θέλουμε να καταστρέψουμε, να εξαφανίσουμε την ατομική αξιοπρέπεια και αυθυπαρξία, πρέπει να χωρίσουμε το πρόσωπο από το σώμα.
Από τα παραπάνω ίσως καταδεικνύεται η σπουδαιότητα του φωτογραφικού θέματος «προσωπογραφία ή πορτρέτο».
Ο φωτογράφος πορτρέτου και στις τρεις περιπτώσεις προσωπογραφίας, δηλαδή όταν το μοντέλο δεν ξέρει ότι φωτογραφίζεται, όταν ξέρει και αδιαφορεί ή όταν ξέρει και συναινεί αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να γίνει ένας ξερός αντιγραφέας της πραγματικότητας και το αποτέλεσμα να είναι τελείως επίπεδο και αδιάφορο.
Η γενικότερη παιδεία του φωτογράφου, η γενική παιδεία της τέχνης, η ειδική φωτογραφική παιδεία και η γνώση του μέσου δηλαδή της τεχνικής της φωτογραφίας είναι τα εφόδιά με τα οποία μπορεί να σταθεί πίσω από την κάμερα και απέναντι από το μοντέλο. Έτσι θα είναι σε θέση να αναπτύξει τους κώδικες επικοινωνίας με το πρόσωπο και να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια οπτική διαλεκτική μαζί του. Πρέπει να λειτουργήσει με το δίπολο σχήμα πομπός – δέκτης. Αποστέλλει τα κατάλληλα μηνύματα προς το μοντέλο, το ενεργοποιεί, και στη συνέχεια σαν δέκτης συλλαμβάνει τα αντιδραστικά μηνύματα του μοντέλου, τα επεξεργάζεται με τους αλγόριθμους του μυαλού και της καρδιάς του και… στην κατάλληλη στιγμή πατάει το κουμπί του κλείστρου της κάμερας.
Μοντέλο και φόντο
Μια πτυχή της προσωπογραφίας που, κατά την γνώμη μου, δε σχολιάζεται σχεδόν καθόλου είναι η σχέση που υπάρχει μεταξύ του προσώπου που απεικονίζεται και του φόντο μέσα στο οποίο το πρόσωπο απεικονίζεται. Το δίπολο δηλαδή πρόσωπο και φόνο. Πως συλλειτουργούν αυτά τα δύο στοιχεία ώστε να επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα?
Η πιο κλασσική, προβλέψιμη περίπτωση είναι το πρόσωπο να τοποθετηθεί μπροστά από ένα φόντο απροσδιόριστο, ασαφές ούτως ώστε το βλέμμα και ο νους του θεατή υποχρεωτικά να επικεντρωθούν στον εικονιζόμενο χωρίς να ασχολείται και με άλλα στοιχεία μέσα στο κάδρο που να του αποσπούν το ενδιαφέρον από αυτόν. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να ελέγξει το φόντο, κάνει χρήση του ελάχιστου βάθους πεδίου για να το φλουτάρει όσο είναι δυνατόν. Έτσι το πορτρέτο κυριαρχεί απόλυτα μέσα στο κάδρο. Είναι ο πιο άμεσος, ίσως δυνατός τρόπος προσωπογραφίας όπου ο φωτογράφος δεν αφήνει σχεδόν καμιά δυνατότητα στο θεατή να ξεφύγει από την ανάγνωση που του επιβάλλει. Αυτό είναι ίσως και το πρώτο μάθημα που παίρνει ο φωτογράφος που ασχολείται με την προσωπογραφία. Διαισθάνομαι ότι αυτό το είδος του πορτρέτου μπορεί να είναι και το πιο αυστηρό και δύσκολο λόγω των ελάχιστων μέσων που χρησιμοποιούμε.
Ο κλασσικός και φυσικός αυτός κανόνας όμως εύκολα μπορεί να κουράσει και αντιδραστικά λειτουργώντας ο φωτογράφος νιώθει την ανάγκη να το σπάσει, να τον υπερβεί.
Μια άλλη όμως εκδοχή είναι το πρόσωπο να τοποθετηθεί μέσα στο φυσικό χώρο που υπάρχει, κινείται, λειτουργεί. Μπορεί ο χώρος αυτός να αποτελεί και τον προσωπικό χώρο του μοντέλου (χώρος εργασίας, διασκέδασης, άθλησης, ξεκούρασης κ.ά.) με αποτέλεσμα τα στοιχεία του φόντου να εκφράζουν το πρόσωπο, να το χαρακτηρίζουν και επομένως να συμπληρώνουν την όλη σύνθεση της προσωπογραφίας. Π.χ το πορτρέτο ενός ζωγράφου μέσα στο εργαστήρι του.
Επίσης μια άλλη εκδοχή είναι ο φωτογράφος να τοποθετεί το μοντέλο του σε φόντο τελείως άσχετο, τελείως αυθαίρετο, όπου φόντο και εικονιζόμενο πρόσωπο να φαίνεται ότι δεν έχουν καμία απολύτως σχέση. Τότε ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Πρέπει αναπόφευκτα να συνδυάσει τα σημειολογικά χαρακτηριστικά του προσώπου με τα στοιχεία του φόντου, να προσπαθήσει – εκ πρώτης όψεως- να βρει τις σχέσεις τους και να καταλήξει στην πνευματική και αισθητική αποδοχή ή και απόρριψη της φωτογραφίας. Το θέμα είναι πολύ δύσκολο και πολύπλοκο. Δημιουργεί μια εσωτερική αναστάτωση και μια νοητική διαδρομή έως ότου επέλθει η ανάγνωση και κατά συνέπεια η ηρεμία του θεατή. Κάθε θεατής είναι απόλυτα ελεύθερος να κάνει τους δικούς του συνδυασμούς, τις δικές του συσχετίσεις και να χρησιμοποιήσει το προσωπικό του λεξικό με το οποίο θα κάνει την ανάγνωση της εικόνας. Όλα βέβαια είναι συνάρτηση της προσωπικής παιδείας του κάθε θεατή.
Η περίπτωση αυτού του είδους του πορτρέτου με συγκινεί περισσότερο από κάθε άλλο. Έχει μια γοητεία και ένα απρόβλεπτο τέλος. Εάν ένας θεατής ρωτήσει το φωτογράφο « γιατί αυτό το φόντο? Τι ήθελες να πεις με αυτό το background ? είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πάρει σαφή και καθησυχαστική απάντηση, γιατί απλούστατα ο καλλιτέχνης δεν ξέρει την απάντηση. Ενώ όμως όλα τα στοιχεία φαίνονται αυθαίρετα , στο βάθος υπάρχει μια σχέση του προσώπου και του φόντου, μια σχέση που είναι αποτέλεσμα όλης της γενικής και καλλιτεχνικής κουλτούρας του φωτογράφου, όλης της καλλιτεχνικής διαδρομής του και περιπέτειας.
ΠΟΡΤΡΕΤΑ
Πάντα πίστευα στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ένα πολύπλοκο και κυρίως αντιφατικό πλάσμα. Όχι μόνο είναι δύσκολο να έχουμε ξεκάθαρη και σαφή άποψη για το συνάνθρωπό μας, αλλά ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό μας. Πάρα πολλές φορές μας ξαφνιάζει ο ίδιος ο εαυτός μας και μας κάνει να αναρωτιόμαστε εάν είμαστε εμείς αυτοί. Η συμπεριφορά μας είναι γεμάτη από αντιφατικές στάσεις .
Πάνω σε αυτή τη θέση προσεγγίζω το πορτρέτο χρησιμοποιώντας το κάδρο μέσα στο κάδρο. Φωτογραφίζω το μοντέλο και δημιουργώ το πορτρέτο του. ΔιασπώΣτη συνέχεια τοποθετώ το μερικό πορτρέτο μέσα στο οπτικό πεδίο του σκοπεύτρου της μηχανής μαζί με το μοντέλο.
Το πρόσωπο δε φαίνεται κανονικά παρά είναι εικονικό. Διασπάται η φυσική ενότητα του ατόμου σε δύο. Ο δυϊσμός αυτός παραπέμπει στην πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα του ανθρώπου. Και αρχίζει ένα παιχνίδι με το θεατή. Το βλέμμα του αναγκάζεται να κινείται από το εικονικό πρόσωπο στο πραγματικό σώμα, ένα εσωτερικό ταξίδι μέσα στο τελικό κάδρο χωρίς ποτέ να είναι σίγουρος αν τα δύο αυτά στοιχεία της εικόνας είναι συμβατά.
2006 © Πέτρος Χρηστίδης
Η εργασία αυτή του Πέτρου Χρηστίδη παρουσιάστηκε στο Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 2006 στα πλαίσια της φωτογραφικής έκθεσης με θέμα το πορτρέτο.
Τα ανωτέρω είναι από το Περιοδικό "FOTOART"